- φαρμακοληψία
- η приём лекарства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακοληψία — η, Ν η εσωτερική λήψη φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. θρησκο ληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φαρμακοληψία — η η εσωτερική λήψη φαρμάκου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek